προεξοφλήσιμος

προεξοφλήσιμος
-η, -ο
αυτός που μπορεί να προεξοφληθεί: Προεξοφλήσιμες συναλλαγματικές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προεξοφλήσιμος — η, ο, Ν [προεξόφληση] αυτός που μπορεί να προεξοφληθεί, που έχει τα αναγκαία στοιχεία για να γίνει η προεξόφληση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”